ἀπερείδομαι

ἀπερείδομαι
ἀπερείδω
fix
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσαπερείδομαι — ΜΑ μσν. (σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι αρχ. 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ 2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπερείδομαι «ακουμπώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”